Αν ο Σαντ δεν αρέσει, είναι γιατί δεν ήθελε ν αρέσει.
Ένα όπλο τού απομένει μέσα στο σκοτάδι του για να εκδικηθεί μια κοινωνία που τον κρατά φυλακισμένο: να τη δείξει μέσα στην αυθαιρεσία της και ν ανατρέψει τις ηθικές της αξίες. Η επανάσταση που θα ακολουθήσει θ ανατρέψει μια τάξη πραγμάτων (μια επανάσταση, έλεγε ο Χέγκελ, δεν αναστατώνει παρά για ν αποκαταστήσει θεσμικά μια κατάσταση που ωρίμασε) όσο για τις ηθικές αξίες, αυτές είναι σκληρά καρύδια κι όσο δεν κλείνει αυτός ο λογαριασμός, ο Σαντ θα είναι πάντα επίκαιρος και θα καίει σαν αναμμένο κάρβουνο. Εκείνος τουλάχιστον δεν περίμενε πολλά γι αυτό κι έγραφε στη διαθήκη του: Αφού σκεπάσουν το λάκκο μου, ας σκορπίσουν από πάνω βαλανίδια για να σκεπαστεί με τον καιρό η επιφάνεια και να χαθούν τα ίχνη του τάφου μου από το πρόσωπο της γης, όπως κολακεύω τον εαυτό μου να πιστεύει πως η θύμησή μου θα σβήσει μέσα στα μυαλά των ανθρώπων, με την εξαίρεση ωστόσο των λίγων εκείνων που είχαν την καλοσύνη να μ αγαπήσουν ως την τελευταία στιγμή. Θα πάρω μαζί μου στον τάφο τη γλυκιά τους ανάμνηση . […]
(από το σημείωμα του εκδότη)